- αηδώ
- ἀηδὼ (-οῦς), η (Α)αηδών, αηδόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος μορφολογικό σχηματισμός τού ερρινόληκτου τύπου ἀηδών, -όνος, που ξεκίνησε πιθανώς από τον τύπο τής αιτ. ενικ.: τὴν ἀηδόνα-τὴν ἀηδὼ (πρβλ. τὸν ἀμείνονα-τὸν ἀμείνω), απ’ όπου σχηματίστηκε νέος τυπος ονομ. ενικ., ἡ ἀηδώ, ο οποίος εντάχθηκε μορφολογικά στην κλίση τών ονομάτων σε -ώ, -οῦς (ἡ ἠχώ, τῆς ἦχοῦς, τὴν ἠχώ)].
Dictionary of Greek. 2013.